- φυκιοφάγος
- φῡκιο-φάγος, ον,A eating seaweed, of a fish, Arist.HA602a20; cf. φυκοφάγος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκιοφάγος — ον, Α (για ψάρι) αυτός που τρέφεται με φύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυκίον / φύκιον, υποκορ. τού φῦκος + φάγος*] … Dictionary of Greek
φυκιοφάγοι — φυκιοφάγος eating seaweed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκοφάγος — ον, Α φυκιοφάγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + φάγος*] … Dictionary of Greek